αρσενικοθήλυκος

αρσενικοθήλυκος
και σερνικοθήλυκος, -η, -ο
οποίος έχει γνωρίσματα και του αρσενικού και του θηλυκού, ερμαφρόδιτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διγενής — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από τη Ζάκυνθο. 1. Ανδρέας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και εργάστηκε για τη διάδοση των ιδεωδών της. Στη διάρκεια του Αγώνα μερίμνησε για τον εφοδιασμό της Πελοποννήσου και του Μεσολογγίου. 2. Γεώργιος.… …   Dictionary of Greek

  • ερμαφρόδιτος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης. Το διπλό φύλο του (που φαίνεται και από το όνομά του) οφείλεται, κατά τον αρχαίο μύθο, στη συγχώνευσή του με τη νύμφη Σαμαλκίδα, η οποία τον είχε ερωτευτεί. Η μυθολογική αυτή αφήγηση… …   Dictionary of Greek

  • θηλάρσην — θηλάρσην, εν (Α) θηλυκός και αρσενικός, αρσενικοθήλυκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήλυς + άρσην] …   Dictionary of Greek

  • σερνικοθήλυκος — η, ο, Ν βλ. αρσενικοθήλυκος …   Dictionary of Greek

  • ανδρόγυνος, -ο — και ανδρόγυνο, το και ανδρογύνης, ο 1. ο αρσενικοθήλυκος. 2. «ανδρόγυνα φυτά», αυτά που έχουν αρσενικά και θηλυκά άνθη στην ίδια ταξιανθία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερμαφρόδιτος, -η — ο 1. αυτός που έχει αρσενικά και θηλυκά γεννητικά όργανα, αλλ. αρσενικοθήλυκος. 2. μτφ., αυτός που έχει αντιφατικές ιδιότητες, ο αμφίβολος, ο ακαθόριστος: Ερμαφρόδιτη κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”